cog
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cog | cogs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcog (en)
- το δόντι ενός γραναζιού, ο τόρμος
- (μηχανολογία) το γρανάζι, οδοντωτός τροχός
- ⮡ The cog needs to be lubricated to function properly.
- Το γρανάζι πρέπει να λιπανθεί για να λειτουργήσει σωστά.
- ⮡ He felt like a small cog in a huge machine.
- Ένιωσε σαν ένα μικρό γρανάζι σε μια τεράστια μηχανή. (μεταφορικά)
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gearwheel
- ⮡ The cog needs to be lubricated to function properly.