ενικός         πληθυντικός  
cog cogs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cog (en)

  1. το δόντι ενός γραναζιού, ο τόρμος
  2. (μηχανολογία) το γρανάζι, οδοντωτός τροχός
    ⮡  The cog needs to be lubricated to function properly.
    Το γρανάζι πρέπει να λιπανθεί για να λειτουργήσει σωστά.
    ⮡  He felt like a small cog in a huge machine.
    Ένιωσε σαν ένα μικρό γρανάζι σε μια τεράστια μηχανή. (μεταφορικά)
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gearwheel