Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cochonnerie < cochon

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cochonnerie cochonneries

cochonnerie (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η βρομιά, η ακαθαρσία
  2. (οικείο) η αθυροστομία
  3. αντικείμενο που φτιάχτηκε πρόχειρα ή άσχημα
  4. (οικείο) κάτι ασήμαντο, χωρίς αξία

Συγγενικά επεξεργασία