cochonnerie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cochonnerie < cochon
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cochonnerie | cochonneries |
cochonnerie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η βρομιά, η ακαθαρσία
- (οικείο) η αθυροστομία
- αντικείμενο που φτιάχτηκε πρόχειρα ή άσχημα
- (οικείο) κάτι ασήμαντο, χωρίς αξία