Ετυμολογία

επεξεργασία
claquage < claquer + -age

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
claquage claquages

claquage (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) θλάση μυώνων που είναι αποτέλεσμα μιας προσπάθειας μεγαλύτερης από ό,τι οι μύωνες μπορούν να κάνουν
  2. (ηλεκτρολογία) διάτρηση της μόνωσης μεταξύ δύο αγωγών όταν η τάση του ρεύματος είναι αρκετή ώστε αυτό να περάσει από τον ένα στον άλλο