Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
claquage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
claquage
<
claquer
+
-age
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
claquage
claquages
claquage
(fr)
αρσενικό
(
ιατρική
)
θλάση
μυώνων
που είναι αποτέλεσμα μιας προσπάθειας μεγαλύτερης από ό,τι οι μύωνες μπορούν να κάνουν
(
ηλεκτρολογία
)
διάτρηση
της
μόνωσης
μεταξύ δύο
αγωγών
όταν η
τάση
του
ρεύματος
είναι αρκετή ώστε αυτό να περάσει από τον ένα στον άλλο