clamour
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
clamour (en) (ΗΒ) και clamor (ΗΠΑ)
- κραυγές από πλήθος που απαιτεί ή αποδοκιμάζει
- η απαίτηση
- η αποδοκιμασία, η κατακραυγή
- βοή, συνεχόμενος θόρυβος
Ρήμα επεξεργασία
clamour (en) (ΗΒ) και clamor (ΗΠΑ)