Ετυμολογία

επεξεργασία
clamour < λατινική clamor < clamo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

clamour (en) (ΗΒ) και clamor (ΗΠΑ)

  1. κραυγές από πλήθος που απαιτεί ή αποδοκιμάζει
  2. η απαίτηση
  3. η αποδοκιμασία, η κατακραυγή
  4. βοή, συνεχόμενος θόρυβος

clamour (en) (ΗΒ) και clamor (ΗΠΑ)

  1. κραυγάζω, απαιτώ
    people clamour for reforms