cirkumflekso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cirkumflekso < cirkumfleks- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cirkumflekso | cirkumfleksoj |
αιτιατική | cirkumflekson | cirkumfleksojn |
cirkumflekso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cirkumflekso | cirkumfleksoj |
αιτιατική | cirkumflekson | cirkumfleksojn |
cirkumflekso (eo)