cipolla
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cipolla | cipolle |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- cipolla < υστερολατινική cepulla < λατινική cepa
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡ʃiˈpol.la/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- cipolla - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).