cimbalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cimbalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cimbalo | cimbaloj |
αιτιατική | cimbalon | cimbalojn |
cimbalo (eo)
- το κύμβαλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cimbalo | cimbaloj |
αιτιατική | cimbalon | cimbalojn |
cimbalo (eo)