chuck out
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | chuck out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chucks out |
αόριστος | chucked out |
παθητική μετοχή | chucked out |
ενεργητική μετοχή | chucking out |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
chuck out (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο