ενεστώτας cheer up
γ΄ ενικό ενεστώτα cheers up
αόριστος cheered up
παθητική μετοχή cheered up
ενεργητική μετοχή cheering up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cheer up < → δείτε τις λέξεις cheer και up

cheer up (en)

  • παρηγορώ, δίνω χαρά σε κάποιον, χαροποιώ, κάνω κέφι κάποιου
    ⮡  It’s cheering me up the fact that at the end of the month I’m going on vacation.
    Με παρηγορεί το γεγονός ότι στο τέλος του μήνα θα πάω διακοπές.
    ⮡  Your visit cheered up the sick man.
    Η επίσκεψή σας έδωσε χαρά στον άρρωστο./χαροποίησε τον άρρωστο.
    ⮡  Your visit will cheer him up.
    Η επίσκεψή σου θα του κάνει το κέφι.
    ⮡  He immediately cheered up when she came in.
    Άλλαξε αμέσως το κέφι του όταν αυτή μπήκε μέσα.