chaudeau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaudeau | chaudeaux |
chaudeau (fr) αρσενικό
- (ιδιωματικό) ζεστή σούπα
- (γαστρονομία) ζεστό και αρωματισμένο ζαχαρούχο γάλα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaudeau | chaudeaux |
chaudeau (fr) αρσενικό