ĉarniro
(Ανακατεύθυνση από charniro)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarniro | ĉarniroj |
αιτιατική | ĉarniron | ĉarnirojn |
ĉarniro (eo)
- ο μεντεσές
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarniro | ĉarniroj |
αιτιατική | ĉarniron | ĉarnirojn |
ĉarniro (eo)