ĉambro
(Ανακατεύθυνση από chambro)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉambro | ĉambroj |
αιτιατική | ĉambron | ĉambrojn |
ĉambro (eo)
- το δωμάτιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉambro | ĉambroj |
αιτιατική | ĉambron | ĉambrojn |
ĉambro (eo)