centristo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centristo | centristoj |
αιτιατική | centriston | centristojn |
centristo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centristo | centristoj |
αιτιατική | centriston | centristojn |
centristo (eo)