cenário
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
cenário | cenários |
Ετυμολογία
επεξεργασίαcenário (pt) < λατινική scena < αρχαία ελληνική σκηνή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcenário (pt)
- το σενάριο
- (ιδιωματισμός) ο σχετικός με το βραδινό, με το δείπνο ( < cen- + -ário)