cedro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cedro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cedro | cedroj |
αιτιατική | cedron | cedrojn |
cedro (eo)
- ο κέδρος
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
cedro (it)
- ο κέδρος