cedemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cedemo | cedemoj |
αιτιατική | cedemon | cedemojn |
cedemo (eo)
- ο οπισθοχωρητικός χαρακτήρας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cedemo | cedemoj |
αιτιατική | cedemon | cedemojn |
cedemo (eo)