Ετυμολογία

επεξεργασία
catcher < catch + -er

Ουσιαστικό

επεξεργασία

catcher (en)

  1. αυτός που πιάνει κάτι, ο πιάστης
  2. (αθλητισμός) (μπέιζμπολ) ο παίκτης με το γάντι που πιάνει τις μπαλιές που ρίχνει ο pitcher
  3. (αργκό, ΗΠΑ) (παθητικός) ομοφυλόφιλος