ενικός         πληθυντικός  
cassetta cassette

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cassetta < cass(a) + υποκοριστικό επίθημα -etta < λατινική capsa < capio
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κασέτα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cassetta (it)