caragol
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- caragol < πιθανόν από λατινική cochlea < αρχαία ελληνική κοχλίας. Σχετίζεται με ισπανική και πορτογαλική caracol • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
caragol (ca) αρσενικό