ενικός         πληθυντικός  
capiton capitons

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

capiton (fr) αρσενικό

  1. καπιτόνι
  2. (κατ’ επέκταση) προστατευτική επένδυση
  3. (ανατομία) λιπώδης όγκος ενός ιστού

Συγγενικά

επεξεργασία