Ετυμολογία

επεξεργασία
canardière < canard

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
canardière canardières

canardière (fr) θηλυκό

  1. λιμνούλα με πάπιες
  2. τόπος για το κυνήγι της πάπιας
  3. μεγάλο τουφέκι για το κυνήγι της πάπιας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη canard