camembert
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.mɑ̃.bɛːʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
camembert | camemberts |
camembert (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το καμαμπέρ
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- camembert < (άμεσο δάνειο) γαλλική camembert
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcamembert (it)