calura
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcalura (it) θηλυκό (πληθυντικός calure)
Πηγές
επεξεργασία- calura - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
calura (it) θηλυκό (πληθυντικός calure)