Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cachot cachots

cachot (fr) αρσενικό

  1. το μπουντρούμι
  2. (κατ’ επέκταση) απομόνωση από τους άλλους φυλακισμένους