cachot
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cachot | cachots |
cachot (fr) αρσενικό
- το μπουντρούμι
- (κατ’ επέκταση) απομόνωση από τους άλλους φυλακισμένους