Ετυμολογία

επεξεργασία
cabriole < ιταλική capriola

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.bʁi.jɔl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cabriole cabrioles

cabriole (fr) θηλυκό

  1. το χοροπήδημα
  2. (μεταφορικά) αστεϊσμός με τον οποίο ξεφεύγουμε από κάποια δυσάρεστη συζήτηση