ενικός         πληθυντικός  
célébrité célébrités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

célébrité (fr) θηλυκό

  1. η φήμη, η διασημότητα κάποιου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη réputation
  2. (συνεκδοχικά) η φιγούρα, το αστέρι, η διασημότητα κάποιος που είναι διάσημος

Συγγενικά

επεξεργασία