Ετυμολογία

επεξεργασία
by accident < → δείτε τις λέξεις by και accident

  Έκφραση

επεξεργασία

by accident (en)

  • (ιδιωματισμός) κατά τύχη, τυχαία, χωρίς πρόθεση
    ⮡  I met him by accident.
    Τον συνάντησα κατά τύχη.
    ⮡  Many important inventions came about by accident.
    Πολλές σπουδαίες εφευρέσεις έγιναν τυχαία.
    ⮡  She was there by accident.
    Βρέθηκε τυχαία εκεί.
    ⮡  It was entirely by accident that I met him in the morning.
    Όλως τυχαίως τον συνάντησα το πρωί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accidentally

Άλλες μορφές

επεξεργασία