Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
accidentally
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Συνώνυμα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
accidentally
<
accidental
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
accidentally
(en)
τυχαία
,
τυχαίως
,
συμπτωματικά
Συνώνυμα
επεξεργασία
by accident
on accident
inadvertently
unawares
unintentionally
unwittingly
Πηγές
επεξεργασία
accidentally
-
Oxford Learner's Dictionaries