Τζαμαϊκανά κρεολικά (jam) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bwoy < (άμεσο δάνειο) αγγλική boy

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbwaɪ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: bwoy

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bwoy bwoy dem

bwoy (jam)

  • αγόρι
    ※  Bwoy, no try dem kinda rhatid ting wid de I, Zeen?[1]
    Αγόρι, μην παίζεις παιχνίδια μαζί μου!.

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Marcus Bethel (2011) (στα τζαμαϊκανά). Scars and Stripes: The Lasting Impression. σελ. 95. ISBN 978-1-4653-8902-2.  books.google