buterlakto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buterlakto | buterlaktoj |
αιτιατική | buterlakton | buterlaktojn |
buterlakto (eo)
- το βουτυρόγαλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buterlakto | buterlaktoj |
αιτιατική | buterlakton | buterlaktojn |
buterlakto (eo)