bump into
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bump into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bumps into |
αόριστος | bumped into |
παθητική μετοχή | bumped into |
ενεργητική μετοχή | bumping into |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbump into (en)
- (ανεπίσημο) τυχαίνω, πέφτω σε κάποιον, συναντώ τυχαία
- ⮡ I bumped into an old friend.
- Έπεσε σ' έναν παλιό φίλο.
- ⮡ I bumped into him in the park.
- Έπεσε πάνω του στο πάρκο./Τον συνάντησα τυχαία στο πάρκο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across
- ⮡ I bumped into an old friend.
Πηγές
επεξεργασία- bump into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 843. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, συναντώ