buduaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- buduaro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buduaro | buduaroj |
αιτιατική | buduaron | buduarojn |
buduaro (eo)
- το μπουντουάρ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buduaro | buduaroj |
αιτιατική | buduaron | buduarojn |
buduaro (eo)