Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουντουάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική boudoir[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουντουάρ ουδέτερο άκλιτο

πήραν το τσάϊ τους στο μπουντουάρ

  Μεταφράσεις επεξεργασία