Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

boudoir (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

boudoir < bouder
Κυριολεκτικά, σημαίνει δωμάτιο όπου μπορεί κανείς να κλειστεί όταν είναι κακόκεφος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bu.dwaʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
boudoir boudoirs

boudoir (fr) αρσενικό

  1. το μπουντουάρ
  2. μικρό στενόμακρο γλύκισμα καλυμμένο με ζάχαρη

Συγγενικά επεξεργασία