buĉejo
(Ανακατεύθυνση από buchejo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buĉejo | buĉejoj |
αιτιατική | buĉejon | buĉejojn |
buĉejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buĉejo | buĉejoj |
αιτιατική | buĉejon | buĉejojn |
buĉejo (eo)