bubalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bubalo | bubaloj |
αιτιατική | bubalon | bubalojn |
bubalo (eo)
- το βουβάλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bubalo | bubaloj |
αιτιατική | bubalon | bubalojn |
bubalo (eo)