buŝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- buŝo < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buŝo | buŝoj |
αιτιατική | buŝon | buŝojn |
buŝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buŝo | buŝoj |
αιτιατική | buŝon | buŝojn |
buŝo (eo)