bruto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bruto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bruto | brutoj |
αιτιατική | bruton | brutojn |
bruto (eo)
- το κτήνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bruto | brutoj |
αιτιατική | bruton | brutojn |
bruto (eo)