ενικός         πληθυντικός  
bruni brunis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bruni (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) λείο τμήμα ενός μετάλλου
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bruni brunis
θηλυκό brunie brunies

bruni (fr)

  1. που έχει σκουρύνει
     συνώνυμα: bronzé, doré, foncé



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

bruni (io)