bromo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bromo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bromo | bromoj |
αιτιατική | bromon | bromojn |
bromo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bromo | bromoj |
αιτιατική | bromon | bromojn |
bromo (eo)