brido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brido | bridoj |
αιτιατική | bridon | bridojn |
brido (eo)
- το χαλινάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brido | bridoj |
αιτιατική | bridon | bridojn |
brido (eo)