branĉrivero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | branĉrivero | branĉriveroj |
αιτιατική | branĉriveron | branĉriverojn |
branĉrivero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | branĉrivero | branĉriveroj |
αιτιατική | branĉriveron | branĉriverojn |
branĉrivero (eo)