brakapogilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brakapogilo | brakapogiloj |
αιτιατική | brakapogilon | brakapogilojn |
brakapogilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brakapogilo | brakapogiloj |
αιτιατική | brakapogilon | brakapogilojn |
brakapogilo (eo)