braceleto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | braceleto | braceletoj |
αιτιατική | braceleton | braceletojn |
braceleto (eo)
- το βραχιόλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | braceleto | braceletoj |
αιτιατική | braceleton | braceletojn |
braceleto (eo)