bracelet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bracelet | bracelets |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbracelet (en)
- το βραχιόλι, το μπρασελέ
- ⮡ She had her hands covered in gold bracelets and rings.
- Είχε σκεπασμένα τα χέρια της με χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια.
- ⮡ She had her hands covered in gold bracelets and rings.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbracelet (fr) αρσενικό