Ετυμολογία

επεξεργασία
boxeur < γραφή box(er) + -eur < (άμεσο δάνειο) αγγλική boxer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό boxeur boxeurs
θηλυκό boxeuse boxeuses

boxeur (fr) αρσενικό