boxeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- boxeur < γραφή box(er) + -eur < (άμεσο δάνειο) αγγλική boxer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | boxeur | boxeurs |
θηλυκό | boxeuse | boxeuses |
boxeur (fr) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- boxeur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- boxeur - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online