ενικός         πληθυντικός  
bourrique bourriques

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bourrique (fr) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο γάιδαρος, η γαϊδούρα
     συνώνυμα:  ânon, baudet, bourricot και bourrique
  2. (μεταφορικά, οικείο) άνθρωπος χαζός και ξεροκέφαλος
     συνώνυμα: tête de mule