bourricot
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- bourricot < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bourricot | bourricots |
bourricot (fr) αρσενικό
- το γαϊδουράκι