bougnoule
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bougnoule | bougnoules |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbougnoule (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (μειωτικό, υβριστικό)
- μ' αυτό το όνομα αποκαλούσαν οι Λευκοί της Σενεγάλης τους αυτόχθονες Μαύρους
- Άραβας
- βορειοαφρικανός αυτόχθονας
- (κατ’ επέκταση) μουσουλμάνος