Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bougeotte
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
bougeotte
<
bouger
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
bougeotte
bougeottes
bougeotte
(fr)
θηλυκό
(
οικείο
)
μανία
να
κινείται
κάποιος διαρκώς, να μην παραμένει στο ίδιο σημείο, να
ταξιδεύει